- μετέχω
- (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω)έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ.β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.)| νεοελλ. έχω μέσα μου, εμπεριέχω κάτι, ενέχω («τα αμφίβια μετέχουν τής φύσεως και τών χερσαίων ζώων και τών ψαριών»)μσν.1. έχω δικαίωμα συμμετοχής σε κάτι, έχω δικαιοδοσία σε κάτι2. (για επισκοπικό θρόνο) καταλαμβάνω3. συμμερίζομαι4. ασχολούμαι με τον έρωτα, μπλέκομαι ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν5. φρ. α) «μετέχω ἀναψυχήν» — ανακουφίζομαι, ησυχάζωβ) «μετέχω βρώσεως» — τρώωγ) «μετέχω τὸ φυσικόν» — έχω κάποιες ιδιότητες από τη φύση μουδ) «μετέχω ὕπνου» — κοιμάμαιε) «μετέχω συγγένειαν μετά...» — έχω συγγένεια με...|| (μσν.-αρχ.) (στην πλατωνική φιλοσοφία) συμμετέχω νοερώς, κοινωνώ προς τις ιδέες, προς τα συστατικά τών ιδεώναρχ.1. (στην αριστοτελική λογική) εμπεριέχομαι, υπάγομαι ως τμήμα, αποτελώ μέρος2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ μετέχοντεςοι σύντροφοι, οι συναυτουργοί σε μια πράξη3. φρ. α) «μετέχω περί τινος» — έχω γνώση για κάτιβ) «μετέχω τοῡ λόγου» — γνωρίζω το μυστικό.
Dictionary of Greek. 2013.